αυτοεξόφληση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοεξόφληση | οι | αυτοεξοφλήσεις |
γενική | της | αυτοεξόφλησης* | των | αυτοεξοφλήσεων |
αιτιατική | την | αυτοεξόφληση | τις | αυτοεξοφλήσεις |
κλητική | αυτοεξόφληση | αυτοεξοφλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοεξοφλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοεξόφληση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοεξόφληση
|