Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδικώ < (ελληνιστική κοινήαὐτοδικέω / αὐτοδικῶ < αρχαία ελληνική αὐτόδικος < αὐτός + δίκη

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοδικώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία