Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιαψεύδομαι < αυτο- + διαψεύδομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοδιαψεύδομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία