Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοάνοσος η αυτοάνοση το αυτοάνοσο
      γενική του αυτοάνοσου της αυτοάνοσης του αυτοάνοσου
    αιτιατική τον αυτοάνοσο την αυτοάνοση το αυτοάνοσο
     κλητική αυτοάνοσε αυτοάνοση αυτοάνοσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοάνοσοι οι αυτοάνοσες τα αυτοάνοσα
      γενική των αυτοάνοσων των αυτοάνοσων των αυτοάνοσων
    αιτιατική τους αυτοάνοσους τις αυτοάνοσες τα αυτοάνοσα
     κλητική αυτοάνοσοι αυτοάνοσες αυτοάνοσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοάνοσος < αυτο- + άνοσος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoimmune)

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοάνοσος, -η, -ο

  • (ιατρική) για νόσημα που αποδίδεται σε διαταραχές του ανοσοποιητικού κατά τις οποίες για διάφορους λόγους ο οργανισμός αντιμετωπίζει δικά του στοιχεία ως ξένα και επιτίθεται ουσιαστικά στον εαυτό του
    • αυτοάνοση ασθένεια
    • αυτοάνοση νόσος
    • αυτοάνοσο νόσημα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία