Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτάρεσκος η αυτάρεσκη το αυτάρεσκο
      γενική του αυτάρεσκου της αυτάρεσκης του αυτάρεσκου
    αιτιατική τον αυτάρεσκο την αυτάρεσκη το αυτάρεσκο
     κλητική αυτάρεσκε αυτάρεσκη αυτάρεσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτάρεσκοι οι αυτάρεσκες τα αυτάρεσκα
      γενική των αυτάρεσκων των αυτάρεσκων των αυτάρεσκων
    αιτιατική τους αυτάρεσκους τις αυτάρεσκες τα αυτάρεσκα
     κλητική αυτάρεσκοι αυτάρεσκες αυτάρεσκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτάρεσκος < (ελληνιστική κοινή) αὐτάρεσκος

  Επίθετο επεξεργασία

αυτάρεσκος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που ευχαριστιέται θαυμάζοντας τον εαυτό του και τις πραγματικές ή υποθετικές αρετές του
  2. (για ενέργεια ή στάση) που ταιριάζει σε ένα τέτοιο άτομο, που δείχνει αυταρέσκεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία