αυστραλή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /af.stɾaˈli/
- ομόηχο: αυστραλοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυστραλή θηλυκό (αρσενικό αυστραλός)
Συγγενικά επεξεργασία
- αυστραλιανός
- → και δείτε τη λέξη Αυστραλία
Δείτε επίσης : Αυστραλή |
αυστραλή θηλυκό (αρσενικό αυστραλός)