Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυνανιστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυνανίζομαι
  2. θα αυνανιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυνανίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυνανίζομαι