Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλαρχία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυλαρχί
α
οι
αυλαρχί
ες
γενική
της
αυλαρχί
ας
των
αυλαρχι
ών
αιτιατική
την
αυλαρχί
α
τις
αυλαρχί
ες
κλητική
αυλαρχί
α
αυλαρχί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυλαρχία
<
αυλάρχης
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυλαρχία
θηλυκό
το
αξίωμα
ενός
αυλάρχη
η
περίοδος
που ο
αυλάρχης
κατέχει και ασκεί το σχετικό
αξίωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αυλάρχης
,
αυλή
και
άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλαρχία