Δείτε επίσης: αὐθεντία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθεντία οι αυθεντίες
      γενική της αυθεντίας των αυθεντιών
    αιτιατική την αυθεντία τις αυθεντίες
     κλητική αυθεντία αυθεντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυθεντία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθεντία (απόλυτη εξουσία), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική autorité[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fθenˈdi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐θε‐ντί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυθεντία θηλυκό

  1. η ιδιότητα αδιαμφισβήτητου κύρους
  2. το άτομο που οι γνώσεις του σε έναν συγκεκριμένο τομέα εκτιμώνται εξαιρετικά και συνεπώς δεν αμφισβητείται από κανέναν η γνώμη του
    αυτός είναι αυθεντία στα μαθηματικά

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αὐθέντης και αφέντης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία