Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυθαδιάζω < μεσαιωνική ελληνική αυθαδιάζω < (ελληνιστική κοινήαὐθαδιάζομαι < αρχαία ελληνική αὐθαδίζομαι < αὐθάδης

  Ρήμα επεξεργασία

αυθαδιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία