ατσαλίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατσαλίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατσαλίνα θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) πεπλατυσμένο μεταλλικό σύρμα που χρησιμοποιείται για να διαπεράσει σωληνώσεις ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ώστε να διευκολυνθεί το πέρασμα των καλωδιώσεων
- (ελαιοχρωματισμοί) εύκαμπτη σπάτουλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατσαλίνα
|