Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ατακτήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατακτώ
  2. θα ατακτήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατακτώ