Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασχημίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ασχημίζω

  1. κάνω κάτι ή κάποιον δύσμορφο, ασχημαίνω
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
    παρά τις επιθυμίες της, μετά την πλαστική επέμβαση, ασχήμισε περισσότερο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία