Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχάλλω < λείπει η ετυμολογία

ασχάλλω

  • στενοχωριέμαι, οργίζομαι, αγανακτώ, δυσφορώ, βαρυγνωμώ, δυσανασχετώ για κάτι
    αυτό πρέπει να γίνει, μην ασχάλλεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία