ασχάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασχάλλω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαασχάλλω
- στενοχωριέμαι, οργίζομαι, αγανακτώ, δυσφορώ, βαρυγνωμώ, δυσανασχετώ για κάτι
- αυτό πρέπει να γίνει, μην ασχάλλεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασχάλλω
|