Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφαλτολίμνη οι ασφαλτολίμνες
      γενική της ασφαλτολίμνης των ασφαλτολιμνών
    αιτιατική την ασφαλτολίμνη τις ασφαλτολίμνες
     κλητική ασφαλτολίμνη ασφαλτολίμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφαλτολίμνη < άσφαλτος + λίμνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασφαλτολίμνη θηλυκό

  • (γεωλογία): λίμνη που σχηματίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από επιφανειακή άσφαλτο ή πίσσα .

  Μεταφράσεις επεξεργασία