ασφαλίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασφαλίτης < Ασφάλεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασφαλίτης αρσενικό
- (μειωτικό) ο αστυνομικός που υπηρετούσε παλιότερα στην Ασφάλεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφαλίτης
|
ασφαλίτης αρσενικό
|