Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυμπόνια οι ασυμπόνιες
      γενική της ασυμπόνιας
    αιτιατική την ασυμπόνια τις ασυμπόνιες
     κλητική ασυμπόνια ασυμπόνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυμπόνια < α- + συμπόνια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασυμπόνια[1] θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασυμπόνιαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας