Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυλλογισιά οι ασυλλογισιές
      γενική της ασυλλογισιάς των ασυλλογισιών
    αιτιατική την ασυλλογισιά τις ασυλλογισιές
     κλητική ασυλλογισιά ασυλλογισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυλλογισιά < ασυλλόγιστος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασυλλογισιά θηλυκό

  • αστοχασιά, απερισκεψία
    η ασυλλογισιά μου στο παρελθόν με οδήγησε σε πολλά λάθη

  Μεταφράσεις επεξεργασία