αστρεχιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστρεχιά | οι | αστρεχιές |
γενική | της | αστρεχιάς | των | αστρεχιών |
αιτιατική | την | αστρεχιά | τις | αστρεχιές |
κλητική | αστρεχιά | αστρεχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστρεχιά < αστρακιά < μεσαιωνική ελληνική αστρακιά < αρχαία ελληνική ὄστρακον + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστρεχιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του αστρέχα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη όστρακο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστρεχιά
|