αστραπόφεγγο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστραπόφεγγο ουδέτερο
- ξαφνική λάμψη από αστραπή
- η νύχτα έγινε μέρα, όταν φάνηκε ένα αστραπόφεγγο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστραπόφεγγο
|
αστραπόφεγγο ουδέτερο
|