Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστραπόφεγγο τα αστραπόφεγγα
      γενική του αστραπόφεγγου των αστραπόφεγγων
    αιτιατική το αστραπόφεγγο τα αστραπόφεγγα
     κλητική αστραπόφεγγο αστραπόφεγγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστραπόφεγγο < αστραπή + φέγγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστραπόφεγγο ουδέτερο

  • ξαφνική λάμψη από αστραπή
    η νύχτα έγινε μέρα, όταν φάνηκε ένα αστραπόφεγγο

  Μεταφράσεις επεξεργασία