αστικοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αστικοποιώ
- εντάσσω στην αστική τάξη ένα άτομο ή ένα τμήμα του αγροτικού ή εργατικού πληθυσμού
- ενθαρρύνω μέσα από συγκεκριμένα μέτρα ή ενέργειες την αστικοποίηση μια περιοχής ή ενός τμήματος του πληθυσμού