αστεροσκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστεροσκόπος < (ελληνιστική κοινή) ἀστεροσκόπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστεροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστεροσκόπος
|
Δείτε επίσης : ἀστεροσκόπος |
αστεροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
|