αστακοδεξαμενή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστακοδεξαμενή θηλυκό
- μία από τις δεξαμενές αστακοτροφείου γλυκών υδάτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστακοδεξαμενή
|
αστακοδεξαμενή θηλυκό
|