Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπριτζής οι ασπριτζήδες
      γενική του ασπριτζή των ασπριτζήδων
    αιτιατική τον ασπριτζή τους ασπριτζήδες
     κλητική ασπριτζή ασπριτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ασπριτζής < άσπρο + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασπριτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γενική συνώνυμη ονομασία του μπογιατζή
  2. ειδικότερη ονομασία του βαφέα ταβανιών και εξωτερικών χώρων με ασβέστη

  Μεταφράσεις επεξεργασία