ασπριτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασπριτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενική συνώνυμη ονομασία του μπογιατζή
- ειδικότερη ονομασία του βαφέα ταβανιών και εξωτερικών χώρων με ασβέστη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπριτζής
|