Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασκληπιείο τα ασκληπιεία
      γενική του ασκληπιείου των ασκληπιείων
    αιτιατική το ασκληπιείο τα ασκληπιεία
     κλητική ασκληπιείο ασκληπιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκληπιείο < ασκληπιείον < Ασκληπι(ός) + -είο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασκληπιείο ουδέτερο

  1. (αρχαιολογία) αρχαίος ναός και ιερό τού Ασκληπιού
    το Ασκληπιείον της Επίδαυρου
  2. θεραπευτήριο (σήμερα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία