ασκληπιείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκληπιείο < ασκληπιείον < Ασκληπι(ός) + -είο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασκληπιείο ουδέτερο
- (αρχαιολογία) αρχαίος ναός και ιερό τού Ασκληπιού
- ↪ το Ασκληπιείον της Επίδαυρου
- θεραπευτήριο (σήμερα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκληπιείο
|