ασκημίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαασκημίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασκημίζω
- θα ασκημίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασκημίζω
ασκημίσετε