ασκαύλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασκαύλι | τα | ασκαύλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ασκαύλι | τα | ασκαύλια |
κλητική | ασκαύλι | ασκαύλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκαύλι < άσκαυλ(ος) + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασκαύλι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκαύλι
|