Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιραβίνος οι αρχιραβίνοι
      γενική του αρχιραβίνου των αρχιραβίνων
    αιτιατική τον αρχιραβίνο τους αρχιραβίνους
     κλητική αρχιραβίνε αρχιραβίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιραβίνος < αρχι- + ραβίνος (μαρτυρείται από το 1880)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çi.ɾaˈvi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐ρα‐βί‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιραβίνος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρχιραβίνοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας