αρχιλογίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιλογίστρια < αρχιλογιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιλογίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη αρχιλογιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιλογίστρια
|
αρχιλογίστρια θηλυκό
|