Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχηγισμός οι αρχηγισμοί
      γενική του αρχηγισμού των αρχηγισμών
    αιτιατική τον αρχηγισμό τους αρχηγισμούς
     κλητική αρχηγισμέ αρχηγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχηγισμός < αρχηγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχηγισμός αρσενικό

  • τάση κυριαρχίας ενός προσώπου στην πολιτική ζωή μιας χώρας, ηγεμονισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία