Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχεγονία οι αρχεγονίες
      γενική της αρχεγονίας των αρχεγονιών
    αιτιατική την αρχεγονία τις αρχεγονίες
     κλητική αρχεγονία αρχεγονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχεγονία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχεγονία θηλυκό

  • (βιολ.) Θεωρία κατά την οποία ζωντανοί οργανισμοί γεννώνται αυτόματα από ανόργανη ύλη, αβιογένεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία