Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχαιομάχος οι αρχαιομάχοι
      γενική του αρχαιομάχου των αρχαιομάχων
    αιτιατική τον αρχαιομάχο τους αρχαιομάχους
     κλητική αρχαιομάχε αρχαιομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιομάχος < αρχαιο- + -μάχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çe.oˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ο‐μά‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχαιομάχος αρσενικό

  • που είναι ενάντια στην αρχαία εποχή ή τις αρχαιότητες
    ※  Το ποσό δεν είναι απλώς μεγάλο, είναι ίσως και μεγαλύτερο από τα επιπλέον χρήματα που θα κόστιζε η κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου αν τα αρχαία έμεναν στη θέση τους, ενώ παράλληλα θα κατασκευαζόταν και ο σταθμός. Ηταν το βασικό «επιχείρημα» των αρχαιομάχων -όταν κατέπεσε το ψέμα ότι δεν υπάρχει τεχνική λύση-, με τη συνεχή επίκληση ότι ο σταθμός με σωσμένα τα αρχαία θα κόστιζε μερικά εκατ. παραπάνω.
    Απόστολος Λυκεσάς, 20 εκατ. αποζημιώσεις για την... αδράνεια, Εφημερίδα των Συντακτών, 9 Οκτωβρίου 2020

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Έχει και επιθετική λειτουργία για χαρακτηρισμό ατόμων.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αρχαιομάχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)