Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αρχίνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αρχινίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αρχινίζω