Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρτοπαρασκευαστής οι αρτοπαρασκευαστές
      γενική του αρτοπαρασκευαστή των αρτοπαρασκευαστών
    αιτιατική τον αρτοπαρασκευαστή τους αρτοπαρασκευαστές
     κλητική αρτοπαρασκευαστή αρτοπαρασκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτοπαρασκευαστής < αρτο- + παρασκευαστής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.to.pa.ɾa.sce.vaˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐το‐πα‐ρα‐σκευ‐α‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρτοπαρασκευαστής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που παρασκευάζει τον άρτο, το ψωμί
     συνώνυμα: αρτοποιός
  2. μηχάνημα οικιακής χρήσης που χρησιμοποιείται για να παρασκευάσει ψωμί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία