Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτέμων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
ο αρτέμων (πράσινο) και γενοβέζικος αρτέμων (γαλάζιο)

αρτέμων αρσενικό

  • τύπος μικρού τριγωνικού πανιού της πλώρης ιστιοφόρου


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία