Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρρυθμία οι αρρυθμίες
      γενική της αρρυθμίας των αρρυθμιών
    αιτιατική την αρρυθμία τις αρρυθμίες
     κλητική αρρυθμία αρρυθμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρρυθμία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρρυθμία θηλυκό

  1. η έλλειψη ρυθμού, η ασυμμετρία
  2. (ιατρική) διαταραχή τού κανονικού ρυθμού τής καρδιάς

  Μεταφράσεις επεξεργασία