Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρπίστρια οι αρπίστριες
      γενική της αρπίστριας των αρπιστριών
    αιτιατική την αρπίστρια τις αρπίστριες
     κλητική αρπίστρια αρπίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αρχαίο πήλινο αγαλματίδιο αρπίστριας (Μουσείο Λούβρου)

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρπίστρια < αρπιστής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρπίστρια θηλυκό

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη  αρπιστής

  Μεταφράσεις επεξεργασία