Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρνεύω < αρνί

  Ρήμα επεξεργασία

αρνεύω

  • ηρεμώ, χαδεύω και προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιο παιδί, να το κάνω ήρεμο σαν αρνί