αρματούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρματούρα | οι | αρματούρες |
γενική | της | αρματούρας | — | |
αιτιατική | την | αρματούρα | τις | αρματούρες |
κλητική | αρματούρα | αρματούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρματούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική armatura < λατινική armatura < armo < arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂(e)rmos < *h₂er- (ἀραρίσκω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρματούρα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρματούρα
|