Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αρμέξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρμέγω
  2. θα αρμέξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρμέγω