Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αρμέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρμέγω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρμέγω
  3. θα αρμέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρμέγω