Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρλουμπολόγος οι αρλουμπολόγοι
      γενική του αρλουμπολόγου των αρλουμπολόγων
    αιτιατική τον αρλουμπολόγο τους αρλουμπολόγους
     κλητική αρλουμπολόγε αρλουμπολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρλουμπολόγος < αρλούμπ(α) + -ο- + -λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρλουμπολόγος αρσενικό (θηλυκό ...) (Χρειάζεται επεξεργασία)

  • που λέει αρλούμπες, ο αρλούμπας

  Μεταφράσεις επεξεργασία