Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκουδοτόμαρο τα αρκουδοτόμαρα
      γενική του αρκουδοτόμαρου των αρκουδοτόμαρων
    αιτιατική το αρκουδοτόμαρο τα αρκουδοτόμαρα
     κλητική αρκουδοτόμαρο αρκουδοτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αρκουδοτόμαρο μπροστά σε καυσόξυλα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκουδοτόμαρο < αρκούδα + τομάρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρκουδοτόμαρο ουδέτερο

  • το τομάρι ή το δέρμα τής αρκούδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία