αρκουδιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρκουδιάρης αρσενικό (θηλυκό: αρκουδιάρισσα & αρκουδιάρα)
- (επάγγελμα) πλανόδιος που έχει εκπαιδεύσει αρκούδα να κάνει διάφορες κινήσεις και την χρησιμοποιεί για δημόσιο θέαμα
- (μεταφορικά) ο άθλιος ή ο εκμεταλλευτής
Συγγενικά επεξεργασία
- αρκουδιάρα
- αρκουδιάρισσα
- → και δείτε τη λέξη αρκούδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρκουδιάρης
|