αριθμολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αριθμολόγος < αριθμολογ(ία) + -ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αριθμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασκεί την αριθμολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριθμολόγος
|
αριθμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
|