Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αργοσαλέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αργοσαλεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αργοσαλεύω
  3. θα αργοσαλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αργοσαλεύω