Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραξοβόλι τα αραξοβόλια
      γενική του αραξοβολιού των αραξοβολιών
    αιτιατική το αραξοβόλι τα αραξοβόλια
     κλητική αραξοβόλι αραξοβόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραξοβόλι < αράζω + -ο- + -βόλι (< βάλλω) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.ksoˈvo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐ξο‐βό‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αραξοβόλι ουδέτερο

  1. (λογοτεχνικό, ναυτικός όρος) το αγκυροβόλι
  2. (μεταφορικά) καταφύγιο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αράζω και βάλλω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία