Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρακόσουπα οι αρακόσουπες
      γενική της αρακόσουπας
    αιτιατική την αρακόσουπα τις αρακόσουπες
     κλητική αρακόσουπα αρακόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα μπολ με αρακόσουπα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρακόσουπα < αρακ(άς) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρακόσουπα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία