Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραιωμένος η αραιωμένη το αραιωμένο
      γενική του αραιωμένου της αραιωμένης του αραιωμένου
    αιτιατική τον αραιωμένο την αραιωμένη το αραιωμένο
     κλητική αραιωμένε αραιωμένη αραιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραιωμένοι οι αραιωμένες τα αραιωμένα
      γενική των αραιωμένων των αραιωμένων των αραιωμένων
    αιτιατική τους αραιωμένους τις αραιωμένες τα αραιωμένα
     κλητική αραιωμένοι αραιωμένες αραιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αραιώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αραιωμένος

  • αυτός που έχει αραιωθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία