Δείτε επίσης: ἀπόχυμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόχυμα τα αποχύματα
      γενική του αποχύματος των αποχυμάτων
    αιτιατική το απόχυμα τα αποχύματα
     κλητική απόχυμα αποχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόχυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόχυμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.çi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐χυ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόχυμα ουδέτερο

  1. νερό στο οποίο έχουμε βράσει όσπρια και το οποίο πετάμε
  2. (ανθρώπινο) σπέρμα
  3. (ιδιωματικό) εκσπερμάτιση
  4. (ιχθυολογία) η ωοτοκία (των ψαριών)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία